- νειλώος
- νειλῷος, -ῴα, -ον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. νειλωΐς, -ΐδος) [Νείλος]αυτός που προέρχεται από τον Νείλοαρχ.(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλῷαεορτή τών Αιγυπτίων κατά την πλημμύρα τού Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα τότε, τὴν μεγίστην παρ' Αἰγυπτίοις ἑορτήν», Ηλιόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.